Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Να γίνει η σκέψη ένα εργαστήρι των κοινών

(Πρόλογος της Judith Revel στο βιβλίο

“Eφευρίσκοντας τα κοινά των ανθρώπων” (Inventer le commun des hommes) του 

Antonio Negri)
Η σημασία μιας συλλογής κειμένων δεν είναι προφανής. Πρόκειται μήπως για την εκ των υστέρων επιβεβαίωση της συνοχής της σκέψης ενός ανθρώπου, για την θεματική ενότητα της ερευνητικής δραστηριότητας μιας περιόδου, για την μαρτυρία μιας εποχής; Μήπως πρέπει αντίθετα να υπογραμμιστεί η ποικιλία των θεμάτων και των προσεγγίσεων, των συνεργασιών και των μεταβιβάσεων, των μετατοπίσεων και των επαναδιατυπώσεων; Μήπως, τέλος, πρέπει να θεωρηθεί ένα αντικείμενο κλειστό στον εαυτό του, σαν η καθησυχαστική υλικότητα του βιβλίου να αναστέλει τις αμφιβολίες, τα ερωτήματα και τα νέα θέματα, που ίσως τα συγκεντρωμένα κείμενα να είχαν αντίθετα αναδείξει αν είχαν διαβαστεί όταν προωτοεκδόθηκαν;
Τα άρθρα που θα διαβάσει ο αναγνώστης σε αυτό το βιβλίο έχουν οπωσδήποτε το πλεονέκτημα οτι μπορεί να αντιμετωπιστούν με όλους αυτούς τους τρόπους, αλλά και να υπάρξουν με έναν άλλον διαφορετικό τρόπο. Γράφτηκαν ανάμεσα στην αρχή της δεκαετίας του 90 και στο τέλος της δεκαετίας του 2000, και καλύπτουν πάνω από 15 χρόνια δουλειάς στο πλαίσιο συλλογικών εμπειριών έρευνας και στράτευσης, που δεν μπορούν να υπάρξουν παρά με τη μορφή ενός περιοδικού (Futur anterieur1  στην αρχή και μετά Multitudes), το οποίο αποτελεί από μόνο του ένα πολιτικό σχέδιο: διότι πρόκειται για την αναζήτηση της σωστής απόστασης - ή του ρυθμού ενός πηγαινέλα - ανάμεσα στην θεωρητική ανάλυση και τις αντιδράσεις στα τρέχοντα γεγονότα, ανάμεσα στην φιλοσοφία, την πολιτική επιστήμη, την οικονομία ή την κοινωνιολογία, και το είδος “δημοσιογραφίας” για το οποίο έλεγε στο τέλος της ζωής του ο Michel Foucault, οτι ονομάζεται έτσι μια νέα κριτική στάση στραμμένη στην καρδιά του παρόντος. Ένα περιοδικό είναι από αυτή την άποψη η πιό ευέλικτη και η πιό αποτελεσματική μορφή παρέμβασης. Άρθρα επομένως, αλλά και κύρια άρθρα, γραμμένα συχνά από δύο άτομα, που αποτυπώνουν ταυτοχρόνως την πρόοδο της ανάλυσης και το πέρασμα του χρόνου. 
Πρόκειται όμως για 15 σημαντικά χρόνια. Για τον Negri είναι τα τελευταία χρόνια της εξορίας στη Γαλλία και της επιστροφής στην Ιταλία, τα έξη χρόνια φυλάκισης και τελικά της νέας ελευθερίας, αλλά είναι και τα χρόνια της συγγραφής και δημοσίευσης τριών σημαντικών βιβλίων που συνέγραψε με τον Michael Hardt: Empire, που έγινε σύντομα μια παγκόσμια εκδοτική επιτυχία, μετά Multitude και πιό πρόσφατα, Commonwealth2.
Αλλά τα χρόνια αυτά αποτελούν, με τον τρόπο τους, την οριστική έξοδο από τον “σύντομο αιώνα” του οποίου περιέγραψε τα χαρακτηριστικά ο Erich Hobsbawm: από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ, μόλις πρίν τη δημιουργία του περιοδικού Futur anterieur, ως την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, δεν βρεθήκαμε μόνο αντιμέτωποι με το τέλος του 20ου και την αρχή του 21ου αιώνα, αλλά και με την καμπή που μας οδηγεί από έναν κόσμο σε έναν άλλο, και κατά πάσα πιθανότητα από ένα σύνολο αναλυτικών εργαλείων σε ένα άλλο. 
Θα μπορέσουμε φυσικά να παραθέσουμε τα γεγονότα, που κατά τη διάρκεια της μετάβασης, συμβάλουν στην έξοδο από την πολιτική νεωτερικότητα την οποία είχαμε καταλήξει να θεωρούμε αιώνια. Οι δύο πόλεμοι του Κόλπου, οι μεγάλες απεργίες του 1995 στη Γαλλία, και γενικότερα η εμφάνιση πρωτόγνωρων μορφών πάλης (και πολιτικών υποκειμενικοτήτων), η γέννηση του πολιτικού μπερλουσκονισμού στην Ιταλία, η εμφάνιση του προβλήματος των γειτονιών στα περίχωρα των γαλλικών πόλεων, οι αρχές του κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η ανάγκη (και τα αδιέξοδα) της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, ο πολιτικός ρόλος της εκκλησίας, το πέρασμα στον γνωσιακό καπιταλισμό, κλπ. Η επιλογή των κειμένων που συνθέτουν αυτό τον τόμο, έχει τη σημασία της. Και παρόλο που δεν περιλαμβάνει φυσικά παρά ένα μικρό αριθμό των γραπτών του Negri μιας δεδομένης περιόδου, πρέπει να αναγνωριστεί οτι πρόκειται για μια ουσιαστική επιλογή: παρουσιάζεται ένα πραγματικό εργαστήριο έρευνας και κριτικής ανάλυσης. Παρακολουθούμε επομένως τη διαμόρφωση μιας σκέψης: τα σημεία όπου υπάρχει η επεξεργασία και διατύπωση των συλλογισμών, όπου δοκιμάζονται νέες έννοιες, όπου διακινδυνεύεται η διατύπωση νέων υποθέσεων.
Σκοπός του παιχνιδιού δεν είναι φυσικά να δείξουμε εκ των υστέρων, τι ήταν πριν μερικά χρόνια διορατικό και τι δεν ήταν, τι προέτρεχε των εξελίξεων και τι επεδίωξε για μια στιγμή να ακολουθήσει αδιέξοδες επιλογές. 
Φαίνεται αντίθετα πολύ πιό ενδιαφέρον να διακρίνει κανείς τέσσερα μεγάλα θεματικά σύνολα, που αναγγέλουν εν μέρει τη συγγραφή των βιβλίων που είναι της ίδιας εποχής με αυτά τα κείμενα. Τα σύνολα αυτά, μπορούμε να τα ορίσουμε σχηματικά με τον εξής τρόπο:
- Το πέρασμα από μια κριτική της κρατικής μορφής3 (την οποία ο Negri διατύπωσε τις δεκαετίες του 70 και του 80) στην ανάλυση ενός νέου σχήματος - της Αυτοκρατορίας - που αμφισβητεί την ισχύ και την αποτελεσματικότητα της αναφοράς στο Κράτος-Έθνος για την ανάλυση του παρόντος. Η κυριαρχία του Κράτους-Έθνους οριζόταν στην πραγματικότητα από την σύγχρονη πολιτική σκέψη, με αφετηρία τέσσερεις ενοποιητικές αρχές (την εδαφική ενότητα, την γλωσσική και πολιτιστική ενότητα, τη νομισματική ενότητα, τη στρατιωτική ενότητα) που η παγκοσμιοποίηση ακυρώνει: η παγκοσμιοποιημένη εξουσία αρθρώνεται διαφορετικά, σε έναν χώρο διαφορετικά χωρισμένο (αφού τα σύνορα ανοίγουν και κλείνουν σε συνάρτηση με οικονομικά διακυβεύματα που επιβάλουν τους νόμους τους στη διαχείριση των ανθρώπινων ροών). Είναι σε μεγάλο βαθμό ομοιογενοποιημένη από την πολιτιστική και γλωσσική άποψη. Δεν ανήκει στη μια ή την άλλη χώρα, αλλά οικοδομείται περισσότερο στα δικηγορικά και χρηματιστικά γραφεία, στις οργανώσεις του διεθνούς εμπορίου, στο ΔΝΤ ή την Παγκόσμια Τράπεζα, παρά στα υπουργικά γραφεία. Σε αυτές τις συνθήκες και ο ίδιος ο πόλεμος έχει χάσει τα νεωτερικά χαρακτηριστικά του (την υπεράσπιση μιας επικράτειας και μιας κυριαρχίας) και έχει γίνει κάτι άλλο: είναι προληπτικός, ανθρωπιστικός, εξ αποστάσεως, εκτός εθνικών εδαφικών ορίων, κλπ. Οι λειτουργίες ελέγχου επεκτείνονται και πολλαπλασιάζονται, και μερικές φορές δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς την αστυνόμευση υψηλής έντασης, από τον πόλεμο χαμηλής έντασης. Τέλος, το πρόβλημα του νομίσματος αναφοράς (για τις εμπορικές συναλλαγές) τίθεται πλέον με εμφανή τρόπο: το τέλος της συμφωνίας του Bretton Woods οδηγεί σήμερα σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό για τη νομισματική κυριαρχία επί των συναλλαγών, και η παλιά εξουσία της “κοπής νομίσματος” έχει πλέον παραμεριστεί. 
- Ο εντοπισμός των νέων πολιτικών υποκειμενικοτήτων και των νέων τρόπων οργάνωσης, δράσης και στράτευσης. Ξεκινώντας από την ανάλυση συγκεκριμένων γεγονότων (των απεργιών του 1995, του κινήματος κατά της φελελεύθερης παγκοσμιοποίησης - από το Seattle στο G8 της Γένοβας, το 2001 - , των ταραχών στα γαλλικά προάστια κλπ) ο Negri επιδιώκει να απαντήσει σε ένα βασικό ερώτημα: ποιός είναι ο τύπος της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας που μπορεί να υπάρξει στο νέο σενάριο το οποίο εγκαινίασε η Αυτοκρατορία; Η δουλειά του Negri, που είναι μερικές φορές εξαιρετικά συγκεκριμένη, αποκαλύπτει πολύ συχνά τις φιλοσοφικές της ρίζες: μέσω της επαναχρησιμοποίησης της σπινοζικής έννοιας του πλήθους (multitude), επιδιώκει να φθάσει σε μια πρωτόγνωρη συνάρθρωση διαφορών που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν (δηλαδή των ιδιαιτεροτήτων) - σε ένα είδος συνδυασμού των διαφορών ως διαφορών, των οποίων η δύναμη οφείλεται ακριβώς στο γεγονός οτι αρνούνται την ενοποίηση και συνθέτουν με όλο και νεώτερους τρόπους σχηματισμούς υποκειμένων σε συνεχή μεταβολή ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων. Πέρα όμως από την αναφορά στον Σπινόζα με μια έννοια όπως αυτή του πλήθους, υπάρχει και το θέμα που έθεσε ο Foucault της παραγωγής υποκειμενικότητας (καθώς πρόκειται για την μετατροπή της εφεύρεσης του εαυτού, σε ηθική και πολιτική πρακτική στην καρδιά του πλέγματος της εξουσίας) και το θέμα της μεταβολής (devenir) του Deleuze (που εναντιώνεται στην πολιτική των ταυτοτήτων): με δυό λόγια πρόκειται και πάλι για την ιδέα οτι οι παλιές μορφές με τις οποίες μας είχε μάθει η νεωτερικότητα να σκεπτόμαστε τα πολιτικά υποκείμενα είναι πλέον ξεπερασμένες, και χρειάζεται να εφευρεθούν νέες υποκειμενικότητες που αντιστοιχούν στην τρέχουσα επικαιρότητα.
- Η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο μεταλλάχθηκε το πρότυπο της οικονομικής δραστηριότητας (και επομένως της εργασίας). Η περιγραφή της μετάβασης προς αυτό που ονομάζουμε σήμερα γνωσιακό καπιταλισμό (δηλαδή μια οικονομία της γνώσης, των συναισθημάτων και της συνεργασίας) ακολουθεί, στις αναλύσεις του Negri, την παρουσίαση μιας πρώτης μετάλλαξης, που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 70, από τον “εργάτη-μάζα” στον “κοινωνικό-εργάτη”. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την ανάδειξη μιας τάσης αποδιάρθρωσης της φορντιστικής οργάνωσης της εργασίας, προς όφελος μιας πιό σύνθετης οργάνωσης, η οποία ενσωματώνει εν μέρει την υποκειμενικότητα (την “κοινωνικότητα”) του εργάτη και όχι μόνο πλέον την σωματική και χωρίς υποκειμενική διάσταση εργατική του δύναμη - που ο Negri ονομάζει μερικές φορές, σε ορισμένα κείμενα αυτού του βιβλίου, την “μεταφορντιστική εργασία” ή και την “άϋλη εργασία”.
Η εξέλιξη των αναλύσεων του Negri είναι επομένως προφανής: από την απλή διαπίστωση της αναπόφευκτης (αν και δυνητικής προς το παρόν) εξόδου από τον φορντισμό, ή τον άυλο χαρακτήρα της εργασίας (σε αντίθεση με την “υλική” εργασία που αντιστοιχεί στην εν σειρά αναπαραγωγή αγαθών από την “σωματική” εργατική δύναμη), ως την ιδέα ενός πραγματικού καπιταλισμού που βασίζεται στην οικονομία της γνώσης και της κοινωνικής συνεργασίας, μια ιδέα η οποία υπερβαίνει την αντίθεση υλικού/άϋλου προτιμώντας έναν θετικό χαρακτηρισμό, διαβάζουμε ένα γοητευτικό έργο συνάρθρωσης υποθέσεων και επιβεβαίωσής τους. Καί έχουμε μονίμως μια ανάλυση με τη μορφή του Ιανού, με δύο όψεις: από τη μία μεριά πρόκειται για την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο καπιταλισμός, μετά την δεκαετία αγώνων που ξεκίνησε με το 1968, αναδιοργανώθηκε εν μέρει έξω από το εργοστάσιο, και μετέβαλε τους μηχανισμούς υποταγής και εκμετάλλευσης (και επομένως της παραγωγής αξίας επίσης) ώστε να ενσωματώσει και να ελέγξει την υποκειμενικότητα της εργατικής δύναμης, και να την μετατρέψει στο ίδιο στο υλικό της παραγωγής του. Από την άλλη μεριά, πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο η υποκειμενικότητα που έγινε απαραίτητη για την αξιοποίηση του κεφαλαίου, βρέθηκε ταυτοχρόνως να είναι ακόμη περισσότερο ελεγχόμενη (καθώς ενσωματώθηκε στην παραγωγή) και παραδόξως πιό ισχυρή (αφού είναι απαραίτητη για το κεφάλαιο). Με δύο λόγια: η ένταξη της παραγωγής υποκειμενικότητας και των μηχανισμών κοινωνικοποίησης στην καρδιά των παραγωγικών δραστηριοτήτων και της καπιταλιστικής παραγωγής αξίας, αποτελεί ταυτοχρόνως μια επέκταση της καπιταλιστικής υποταγής και εκμετάλλευσης, και παραδόξως μια εισαγωγή ενός Δούρειου Ίππου στην καρδιά του Κεφαλαίου - διότι άν οι υποκειμενικότητες είναι η κινητήρια δύναμη των αγώνων, η γνωσιακή παραγωγή δεν είναι τίποτα χωρίς τις υποκειμενικότητες. 
Γνωρίζουμε τις αναλύσεις του Michel Foucault για το πώς οι σχέσεις εξουσίας έγιναν βιοπολιτικές - δηλαδή έχουν επεκταθεί στο σύνολο της ζωής - για να υποστηρίξουν τη γέννηση του οικονομικού φιλελευθερισμού και την πρώτη εκβιομηχάνιση, και να κάνουν δυνατή την μεγιστοποίηση των κερδών. Η διακυβέρνηση της ζωής των εργαζομένων, σήμαινε ιστορικά, από την αρχή του 19ου αιώνα, τον έλεγχο των τρόπων ζωής για να είναι πλήρως λειτουργικοί σε σχέση με την παραγωγή. Στον Negri, η χρησιμοποίηση του όρου “βιοπολιτική” για τον χαρακτηρισμό των σύγχρονων διαδικασιών αξιοποίησης της εργασίας, περιγράφει αντίθετα την αξιοποίηση του συνόλου της ζωής: η ζωή δεν είναι ό,τι κάνει δυνατή την παραγωγή, αλλά είναι το ίδιο το υλικό της παραγωγής. Είναι αυτή που πρέπει να συλλάβουν, να εκμεταλλευτούν, να υποτάξουν, διότι σε αυτήν την ίδια βρίσκεται η αξία.
Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο η βιολογία και η απλή φυσιολογία των σωμάτων - όπως η βιοπολιτική δεν είναι απλώς η τεχνολογική εκμετάλλευσή τους. Σε αντίθεση με ότι πιστεύουν οι αρχιερείς ενός Βίου που δεν είναι παρά Ζωή, δηλαδή οι υποστηρικτές μιας ζωής που υποτίθεται οτι περιορίζεται στη λεγόμενη φυσικότητά της, η κριτική της βιοπολιτικής είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Διότι η ζωή είναι πρίν απ’όλα το σύνολο των σχέσεων, των αισθημάτων, των συνεργασιών, της κυκλοφορίας γνώσεων (savoirs) και γλωσσών, χειρονομιών και γνώσεων (connaissances), που συνθέτουν καθημερινά αυτή την κοινωνικότητα την οποία μοιραζόμαστε και συνεχώς επαναφέρουμε στο επάγγελμα στον οποίο είμαστε βυθισμένοι. Η ζωή είναι η αργή και αναπότρεπτη οικοδόμηση των υποκειμενικοτήτων, των τρόπων ύπαρξης, των μεθόδων δράσης και οργάνωσης. Είναι η άνθηση εφευρέσεων και πειραματισμών που, από το εσωτερικό των υπαρκτών προσδιοριστικών σχέσεων (που δεν είναι φυσικά δυνατόν να αρνηθούμε), καινοτομεί και δημιουργεί. Είναι αυτό που ο Negri ονομάζει μερικές φορές οντολογία (δηλαδή, κυριολεκτικά η δημιουργία νέων, απολύτως εγγενών, μορφών ύπαρξης). Και αυτή τη ζωή - ή για να το πούμε διαφορετικά: αυτή την οντολογική παραγωγή - προσπαθεί πλέον να υποτάξει το κεφάλαιο. Πώς όμως είναι δυνατόν να μην αποσπάσει άμεσα το κεφάλαιο από τις υποκειμενικότητες που την κάνουν δυνατή, όλη αυτή την καινοτόμο και δημιουργική παραγωγή; Πώς να εμποδιστεί το κεφάλαιο να  οικειοποιηθεί ό,τι, εξ ορισμού, ανήκει σε όλους; Καί τέλος: πώς να ξανασκεφτούμε τη λειτουργία της οικονομικής μηχανής σε συνάρτηση με μια κοινωνική παραγωγή που είναι πλέον περισσότερο ενδιαφέρουσα από την παραγωγή υλικών αγαθών; Ποιές μορφές ελέγχου, αξιοποίησης και μέτρησης πρέπει να οικοδομήσει σήμερα το κεφάλαιο για να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα κοινωνική παραγωγή; Και ποιές στρατηγικές να αντιτάξουμε στον προοδευτικό επαναπροσδιορισμό ενός νέου οικονομικού προτύπου που ανταποκρίνεται σε αυτές τις πρωτόγνωρες μορφές; 
- Το τελευταίο θεματικό σύνολο γεννιέται στο σημείο όπου συναντόνται τα τρία πρώτα. Το θέμα των κοινών (commun) που διατρέχει τα τελευταία κείμενα αυτού του βιβλίου - και ρητά το τελευταίο απ’αυτά - γεννιέται ταυτοχρόνως από την ανάγκη να χαρακτηριστούν οι νέες μορφές της κοινωνικής παραγωγής και να ειπωθεί οτι είναι ξεπερασμένο το δίδυμο ιδιωτικό/δημόσιο με βάση το οποίο μας έμαθε να σκεπτόμαστε η νεωτερική πολιτική σκέψη. 
Ενώ τα κοινά δεν αντιπροσωπεύουν ποτέ ένα πολιτικό ή νομικό διακύβευμα - ας θυμίσουμε οτι για το ρωμαϊκό δίκαιο, τα κοινά είναι αυτά που όλοι μπορούν να οικειοποιηθούν - το δημόσιο και το ιδιωτικό απέκτησαν θέσεις (status) που χαρακτηρίστηκαν πολιτικά αντίθετες, που περιελάμβαναν όμως στην πραγματικότητα και τα δύο μια ορισμένη αντιμετώπιση της ιδιοκτησίας, δηλαδή επίσης άμεσα μια ορισμένη πρακτική της απαλλοτρίωσης. Ονομαζόταν “ιδιωτικό” ό,τι δεν ανήκε παρά σε έναν (αποκλείοντας όλους τους άλλους), αλλά ονομαζόταν “δημόσιο” ό,τι, καθώς ανήκε στο κράτος, ανήκε σε όλους επειδή δεν ανήκε σε κανέναν. Η προσπάθεια να σκεφτεί κανείς την φιλοσοφική, νομική και πολιτική θέση των “κοινών”, πέρα από τις δύο κατηγορίες του δημόσιου και του ιδιωτικού, δεν μπορεί να μην ξεκινάει πριν απ’όλα, από μια κριτική της ιδοκτησίας και του κέρδους. 
Αλλά από την άποψη της υποκειμενικής σύνθεσης του πλήθους, τα “κοινά”, είναι επίσης η ονομασία αυτού που οικοδομείται με την αλληλεπίδραση, τη συνεργασία και τις ανταλλαγές μεταξύ των ιδιαιτεροτήτων: δεν πρόκειται, όπως για πολύ καιρό πιστεύαμε, για τη βάση της κοινότητας, το θεμέλιό της, την υπερβατική αρχή της, αλλά αντίθετα για το προϊόν της νέας πολιτικής παραγωγής που αποτελεί το πλήθος. Η, πιό συγκεκριμένα: άν το πλήθος είναι η ονομασία που δίνουμε στην ισχυρή συνάρθρωση των διαφορών ως διαφορών, τότε τα κοινά είναι το όνομα που δίνουμε στην καινοτόμο παραγωγή τους. Τα κοινά είναι ταυτοχρόνως αυτό που οι άνδρες και οι γυναίκες οικοδομούν μαζί (αυτό που το κεφάλαιο θα ήθελε να συλλάβει και να εκτρέψει με τη διπλή μορφή της ιδιωτικής οικειοποίησης και της κρατικής οικειοποίησης), και το όνομα ενός πολιτικού σχεδίου για το πλήθος. Είναι επιπλέον η εφεύρεση ενός νέου χώρου της πολιτικής, που έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί σε όλες τις κουρελιασμένες μορφές του νεωτερικού οικουμενισμού - που συρρικνώθηκε πλέον για να αποτελέσει ένα κενό φετίχ, να μετατραπεί σε μια υπέρβαση, μετασχηματισμένος σε χοντροειδή μάσκα μιας ενότητας ή εξουδετέρωσης των διαφορών.  Που έχει με άλλα λόγια μετατραπεί στην μυθοποιημένη πραγματική δημοκρατία, στο όνομα μιας υποτιθέμενης τυπικής δημοκρατίας.
Μένει τότε να κατανοήσουμε πώς τα κοινά μπορεί με τη σειρά τους να γεννήσουν μια νέα οικουμενικότητα, που δεν έχει πλέον τεθεί ως θέμα αρχής και ως η αρχή των πάντων, αλλά που οικοδομείται και είναι επιθυμητή, που έχει εφευρεθεί στο όνομα της ίδιας της απόλυτης δημοκρατίας, που την  έχουμε ξανασκεφτεί σε συνάρτηση με τις μεταβολές των χρόνων στους οποίους καλούμαστε να ζήσουμε - μια οικουμενικότητα που θα την χαρακτήριζαν πριν απ’όλα ο σεβασμός και η συνεργασία των ιδιαιτεροτήτων, η ελεύθερη υποκειμενική ύπαρξη των ιδιαιτεροτήτων, το δικαίωμα σε μια ζωή με ποιοτικά κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι το εργαστήρι της κριτικής σκέψης θα συνεχίσει να λειτουργεί. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε οτι ο Negri, ως χαρακτηριστική ισχυρή ιδιαιτερότητα, δεν θα σταματήσει να συμβάλει σε αυτό.
Παρίσι, Φεβρουάριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου